χ(ι)λιμιντρίζω

χ(ι)λιμιντρίζω
χ(ι)λιμίντρησα, και χλιμιντρώ και χλιμιντράω και χιλιμιντρώ χ(ι)λιμίντρησα, χρεμετίζω: Τα άλογα χλιμιντρίζουν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χ(ι)λιμιντρώ — βλ. χ(ι)λιμιντρίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”